изобиловать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изобиловать - translation to Αγγλικά


изобиловать      
v.
abound
изобиловать      

см. тж. встречаться в большом количестве


• The materials left by the glacial ice are well endowed with alumino-silicate minerals.


• The continental margins abound in thick geoclines.


• The scientific literature abounds with suggestions as to how the positrons are made.

to be replete (with)      
изобиловать

Ορισμός

изобиловать
несов. неперех.
Иметь, содержать в себе что-л. в большом количестве, во множестве.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изобиловать
1. Период будет изобиловать общением со старыми друзьями.
2. Эксперты предполагают, что 2007 год будет изобиловать ураганами.
3. Музыкой, песнями, танцами комплекс будет в этот день изобиловать.
4. Картина будет изобиловать трогательными историями о судьбах жителей Китая.
5. Впрочем, телесезон 2005/06 обещает изобиловать странноватыми альянсами.
Μετάφραση του &#39изобиловать&#39 σε Αγγλικά